πραγματωδέστερον

πραγματωδέστερον
πραγματώδης
laborious
adverbial comp
πραγματώδης
laborious
masc acc comp sg
πραγματώδης
laborious
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πραγματώδης — ῶδες, Α [πρᾶγμα, ατος] 1. ο πραγματοειδής* 2. κουραστικός, ανιαρός, πληκτικός («οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ ὀχληρότερον τὸ καλῶς φρονεῑν τοῡ κακῶς», Φιλόδ.). επίρρ... πραγματωδῶς και πραγματιωδῶς, ΜΑ πράγματι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”